Dictionary of Greek. 2013.
αχνογελώ — ασα, γελώ ελαφρά: Ο παππούς μάς άκουσε κι αχνογέλασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογελώ — χαμογελώ, γελώ κάπως, λίγο, αχνογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + γελώ] … Dictionary of Greek